- κουροφέξαλα
- τα чепуха, ерунда, вздор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουροφέξαλα — κουροφέξαλα, τα και κουραφέξαλα, τα ασήμαντα πράγματα, αερολογίες: Μας λες κουραφέξαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουροφέξαλα — και κουραφέξαλα ασήμαντα, τιποτένια πράγματα, ανόητα λόγια, ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κουρφόξυλα < κουρφοξυλιά, προϊόν συμφυρμού τών αφροξυλιά και κουφοξυλιά. Ο τ. κουραφέξαλα από αφομοίωση τού ο προς τα ακολουθούντα α ] … Dictionary of Greek
κουραφέξαλα — τα βλ. κουροφέξαλα … Dictionary of Greek
μπαγκατέλα — Σύμφωνα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης (παράγεται από το λατινικό baca = μικρό πράγμα), ο όρος σημαίνει στη μουσική μια σύνθεση σύντομη, εύκολη και ελαφριά. Την εισήγαγε ο Φρανσουά Κουπερέν και έγινε δεκτή επανειλημμένα από τον Μπετόβεν, ο … Dictionary of Greek